-
1 допрос
-а α.ανάκριση, εξέταση•допрос свид- телей εξέταση μαρτύρων•
вызывать на допрос καλώ για ανάκριση•
сделать кому допрос ανακρίνω κάποιον•
подвергнуть -у υποβάλλω σε ανάκριση•
перекрстный допрос αντεξέταση.
|| διερώτηση, εξονυχιστική ερώτηση. -
2 допрос
-
3 опрос
-
4 следствие
I следствие I с η συνέπεια; το αποτέλεσμα (результат) II следствие II с юр. η ανάκριση* * *I сη συνέπεια; το αποτέλεσμα ( результат)II с юр.η ανάκριση -
5 дозиание
дозиа||ниес юр. ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἐξέταση [-ις], ἡ ἐρευνα:производить \дозиание κάνω ἀνάκριση. -
6 допрос
допросм ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἐξέταση [-ις]:\допрос свидетелей ἡ ἐξέταση τῶν μαρ->ων перекрестный \допрос ἡ ἀντεξέταση, ἀνάκριση ὑπό τοῦ ἀντιδίκου· подвер-ь \допросу ἀνακρίνω, ὑποβάλλω σέ ἀνάίση. -
7 следствие
следствиес1. ἡ συνέπεια, τό ἀποτέλεσμα:причина и \следствие ἡ αίτία καί τό ἀποτέλεσμα, τό αίτιον καί τό αίτιατόν2. Όρ. ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ Ερευνα:предварительное \следствие ἡ προανάκριση [-ις]· судебное \следствие ἡ δικαστική ἀνάκριση [-ις]. -
8 опрос
-а α.ερώτηση εξέταση, ανάκριση•опрос свидетелей ανάκριση μαρτύρων•
всенародный опрос δημοψήφισμα•
опрос учеников εξέταση μαθητών (στο μάθημα).
-
9 расследование
-я ουδ.1. εξέταση, έρευνα.2. ανάκριση•расследование происшествия ανάκριση για το συμβάν.
-
10 расследовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.μ.1. εξετάζω• ερευνώ:. расследовать вопрос εξετάζω το ζήτημα.2. ανακρίνω, κάνω (διενεργώ) ανάκριση•-преступление κάνω ανάκριση για το έγκλημα.
-
11 следствие
-я ουδ.αποτέλεσμα, επακόλουθο, απόρροια• εξαγόμενο• πόρισμα.-я ουδ.ανάκριση•предварительное следствие η προανάκριση•
быть под -ем είμαι υπο ανάκριση (ανακρινόμενος).
-
12 дознание
юр. η ανάκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дознание
-
13 допрос
юр. η ανάκριση, η εξέτασηперекрёстный - η αντιπαράσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допрос
-
14 расследование
1. (рассмотрение, исследование, изучение) η εξέταση, η έρευνα 2. (следствие) η ανάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследование
-
15 расследовать
1. (подвергать рассмотрению, изучению, исследованию) εξετάζω, ερευνώ 2. (производить следствие) ανακρίνω, διενεργώ ανάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследовать
-
16 следствие
I.мат. η διαδρομή, η πορεία.II.юр. η ανάκριση, η έρευναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следствие
-
17 судебный
δικαστικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > судебный
-
18 доследование
доследова||ниес юр. ἡ συμπληρωματική ἔρευνα, ἡ συμπληρωματική ἀνάκριση[-ις]. -
19 доследовать
доследова||тьсов и несов ἐρευνώ συμπληρωματικά, συμπληρώνω τήν Ερευνα, συμπληρώνω τήν ἀνάκριση. -
20 опрос
опросм ἡ ἔρευνα, ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἔξέταση [-ις]:всенародный \опрос (референдум) τό δημοψήφισμα.
См. также в других словарях:
ανάκριση — η ακριβής εξέταση για αποκάλυψη της αλήθειας σε κάποιο αδίκημα: Με κάλεσαν να πάω για ανάκριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
κογνιτίων — κογνιτίων, ἡ (Α) δικαστική ανάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cognitio «γνωριμία, γνώση», με την ίδια εξειδικευμένη σημ. «δικαστική ανάκριση»] … Dictionary of Greek
προανάκριση — η, Ν προκαταρκτική ανάκριση που διενεργείται μετά από έγγραφη παραγγελία τού εισαγγελέα από ανακριτικό υπάλληλο για βεβαίωση αξιόποινης πράξης, σε αντιδιαστολή προς την τακτική ανάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προανάκρισις … Dictionary of Greek
Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
προανάκριση — η πρόχειρη, προκαταρκτική ανάκριση, άτυπη συλλογή πληροφοριών πριν από την τακτική ανάκριση: Διατάχτηκε να κάνει προανάκριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άννας — Όνομα αρχιερέων των Ιουδαίων. 1. Ά. ο πρεσβύτερος (αρχές 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Γιος του Αλεξανδρινού Σεθ ή Σεθί. Διετέλεσε αρχιερέας στο διάστημα μεταξύ 6 και 15 μ.Χ. Σε αυτόν οδηγήθηκε ο Ιησούς για ανάκριση, παρότι δεν ήταν τότε… … Dictionary of Greek
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek